μικροκοσμικός

μικροκοσμικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μικρόκοσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρόκοσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”